- ξεθηλυκώνω
- ξεθηλύκωσα, ξεθηλυκώθηκα, ξεθηλυκωμένος, αποσυνδέω το θηλύκι από το κουμπί, ξεκουμπώνω: Ξεθηλυκώθηκε το φόρεμά σου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξεθηλυκώνω — ξεθηλυκώνω, ξεθηλύκωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεθηλυκώνω — ανοίγω τη θηλειά και βγάζω το κουμπί ή την πόρπη, ξεκουμπώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + θηλυκώνω «κουμπώνω»] … Dictionary of Greek
ξεθηλύκωμα — το [ξεθηλυκώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεθηλυκώνω, άνοιγμα τών θηλειών που έχουν τα κουμπιά, ξεκούμπωμα … Dictionary of Greek
ξεθηλύκωτος — η, ο [ξεθηλυκώνω] αυτός που έχει βγαλμένα τα κουμπιά ή την πόρπη από τη θηλειά, ξεκούμπωτος … Dictionary of Greek
ξεκουμπώνω — ανοίγω κάτι βγάζοντας τα κουμπιά από τις κουμπότρυπες, ξεθηλυκώνω … Dictionary of Greek